- προγραμμός
- προγραμμός, ὁ, = foreg., OGI441.130 (Lagina, i B.C.), Sch.Ar. V.55;A
ὑπογραμμὸν λέγομεν ἀντὶ τοῦ προγραμμόν Ammon.Diff.p.134
V.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπογραμμὸν λέγομεν ἀντὶ τοῦ προγραμμόν Ammon.Diff.p.134
V.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προγραμμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραμμός — ὁ, Α [προγράφω] δημόσια προκήρυξη ή ειδοποίηση, πρόγραμμα … Dictionary of Greek
προγραμμόν — προγραμμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)